- τσυρίζω
- και τσιρίζω Ν(ιδίως για νήπιο) βγάζω διαπεραστικές κραυγές.[ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (για την τροπή τού σ- σε τσ-, πρβλ. κό-τσ-υφας < κό-σσ-υφος, τσεκούρι < σεκούριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαραγούμαι — έομαι, Α 1. (για κρέας ή κάτι υγρό που ρίχνεται στη φωτιά) τσυρίζω, τσυτσυρίζω 2. είμαι υπερβολικά γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. δηλωτικός θορύβου που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek
τσύρισμα — και τσίρισμα, το, Ν [τσυρίζω / τσιρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσυρίζω … Dictionary of Greek
πολυσφάραγος — ον, ΜΑ πολυσμάραγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τσυρίζω, τρίζω», πρβλ. βαρυ σφάραγος] … Dictionary of Greek
σκληρίζω — Ν [σκληρός] (αμτβ.) εκβάλλω γοερή κραυγή, τσυρίζω, στριγγλίζω … Dictionary of Greek
τσάλαχο — το, Ν θόρυβος, φασαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαγος, με τροπή τού σ σε τσ (πρβλ. συρίζω < τσυρίζω) και τού γ σε χ και με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
τσίπουρο — το, Ν 1. συν. στον πληθ. τα τσίπουρα υπολείμματα από το πάτημα τών σταφυλιών, τα στέμφυλα 2. συνεκδ. οινοπνευματώδες απόσταγμα από στέμφυλα που έχουν υποστεί ζύμωση, αλλ. τσικουδιά ή ρακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκοταταρ. sapre. Κατ άλλη άποψη, η… … Dictionary of Greek
τσιλη(μ)πουρδώ — Ν τσιλημπουρδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σιληπορδῶ* (για την τροπή τού σ σε τσ πρβλ. τσυρίζω < συρίζω)] … Dictionary of Greek
τσιρίζω — Ν βλ. τσυρίζω … Dictionary of Greek
τσουγκρίζω — και τσυγκρίζω και τσιγκρίζω Ν 1. συγκρούω ελαφρά δύο αντικείμενα («τσούγκρισαν τα ποτήρια τους») 2. φρ. «τά τσουγκρίζω με κάποιον» μαλώνω, συγκρούομαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρούω, ομαι, μέσω τ. *συγκρίζω με τροπή τού σ σε τσ (πρβλ. τσυρίζω … Dictionary of Greek